μαλακόψυχος

μαλακόψυχος
μαλακόψυχος, -ον (Α)
δειλός, μικρόψυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαλακός + ψυχή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μαλακόψυχος — faint hearted masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακοψύχων — μαλακόψυχος faint hearted masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακόψυχοι — μαλακόψυχος faint hearted masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαλακοψυχία — μαλακοψυχία, ἡ (Α) [μαλακόψυχος] δειλία …   Dictionary of Greek

  • μαλακοψυχώ — μαλακοψυχῶ, έω (Α) [μαλακόψυχος] είμαι δειλός, άτολμος …   Dictionary of Greek

  • μαλακός — (4ος αι. π.Χ.). Ιστορικός ο οποίος, σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε το έργο Σιφνίων Ώροι, την ιστορία δηλαδή της Σίφνου, το οποίο δεν διασώθηκε. * * * ή, ό, θηλ. και ιά (AM μαλακός, ή, όν) 1. απαλός στην αφή, αυτός που υποχωρεί σε πίεση, σε… …   Dictionary of Greek

  • ψυχή — I Λεπιδόπτερο έντομο της οικογένειας των ψυχιδών. Το γένος αυτό αριθμεί πολλά είδη, που ζουν κυρίως στην Ευρώπη. Το χαρακτηριστικότερο γνώρισμα των ψ. είναι ο γεννητικός του διμορφισμός. Τα αρσενικά έχουν φτερά και χνουδωτό σώμα και πετούν συχνά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”